καψουρεύομαι

καψουρεύομαι
ερωτεύομαι κάποιον σφοδρά, συνήθως χωρίς ανταπόκριση («έμαθα ότι είναι καψουρεμένος μαζί της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καψούρα + κατάλ. -εύομαι (πρβλ. ερωτ-εύομαι, ονειρ-εύομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”